- Λακεδαιμόνιος
- οο κάτοικος της αρχαίας Σπάρτης, της Λακωνίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λακεδαιμόνιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμόνιος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός, γιος του Κίμωνα. Ο πατέρας του τον ονόμασε έτσι, για τους ίδιους λόγους που είχε ονομάσει και τους δύο άλλους γιους του Θεσσαλό και Ηλείο, επειδή δηλαδή ήθελε ο οίκος του να είναι γνήσιος ελληνικός και να… … Dictionary of Greek
Λακεδαιμονίω — Λακεδαιμόνιος masc/neut nom/voc/acc dual Λακεδαιμόνιος masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίων — Λακεδαιμόνιος fem gen pl Λακεδαιμόνιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίως — Λακεδαιμόνιος adverbial Λακεδαιμόνιος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμόνιον — Λακεδαιμόνιος masc acc sg Λακεδαιμόνιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίην — Λακεδαιμόνιος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίης — Λακεδαιμόνιος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίοις — Λακεδαιμόνιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίοισι — Λακεδαιμόνιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)